καρκινάς

καρκινάς
καρκινάς, -άδος, ἡ (Α) [καρκίνος]
(υποκορ. τού καρκίνος*) μικρός κάβουρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρκινάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδα — καρκινάς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδας — καρκινάς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδες — καρκινάς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδεσιν — καρκινάς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδεσσιν — καρκινάς fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδος — καρκινάς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδων — καρκινάς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάσι — καρκινάς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάσιν — καρκινάς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”